- πυκάσαι
- πυκά̱σᾱͅ , πυκάζωcover closelyfut part act fem dat sg (doric)πυκάζωcover closelyaor inf actπυκάσαῑ , πυκάζωcover closelyaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκᾶσαι — πυκάζω cover closely fut part act fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύκασαι — πυκάζω cover closely aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκάζω — και δωρ. τ. πυκάσδω Α [πύκα] 1. (με σημ. τής προστασίας ή υπεράσπισης) σκεπάζω, κρύβω 2. περιβάλλω, ασφαλίζω («νῆα... πυκάσαι τι λίθοισι πάντοθεν», Ησίοδ.) 3. καλύπτω πυκνά, περικαλύπτω, επικαλύπτω (α. «πρίν... πυκάσαι... γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ», Ομ … Dictionary of Greek